- παχύστομος
- -η, -ο / παχύστομος, -ον, ΝΑ1. (για φιάλη) αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμιο, πλατύστομος2. (για πρόσ.) μτφ. (ιδίως για βαρβάρους) αυτός που προφέρει τις λέξεις με παχιά, τραχιά προφοράνεοελλ.1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλατύ στόμα με σαρκώδη χείλη2. (για ζώα) πλατύστομος, αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμααρχ.(για μαλάκια) αυτός που έχει μεγάλο στόμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + -στομος (< στόμα), πρβλ. λεπτό-στομος].
Dictionary of Greek. 2013.